Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Espresso 18.1.2009

Κυριακάτικη εφημερίδα
Espresso 18.1.2009
Κώδικας VA VILI!

Τύψεις πατριωτικής συνειδήσεως, απομεινάρια αναμνήσεων από ξεφτισμένα παιχνίδια πρακτόρων ή ντοκουμέντο αλήθειας και σήμα κινδύνου για έναν ελληνοχριστιανικό κόσμο που βυθίζεται στην πάχνη του σιωνισμού; Η νέα απόπειρα του πατέρα Ραφαήλ (ή Φωκά, ή Απόστολου Παύλου, ή «Μπίζι», όπως τον γνώριζαν στη Γενική Ασφάλεια) ή καλύτερα Απόστολου Βαβύλη, αυτήν τη φορά είναι συγγραφική. Αποτυπώνεται στο βιβλίο με τον λατινικό τίτλο «Via Crucis» (Ο δρόμος του σταυρού).

Το μεγαλύτερο κατασκοπευτικό και πολιτικοθρησκευτικό θρίλερ της τελευταίας δεκαετίας -το οποίο τσάκισε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στη θρησκεία και έφερε στην επιφάνεια τις υπόγειες διαδρομές παρακρατικών και ένοπλων τρωκτικών που πριόνισαν την ομαλότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων- ξετυλίγεται σαν χαλί με καρφιά στα μάτια του ψαγμένου αναγνώστη. Το βιβλίο του Βαβύλη είναι καλό. Οχι γιατί είναι αληθινό (άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας το παρουσιάζει με τη γνωστή τακτική των μυθιστορημάτων «της οποιασδήποτε ομοιότητας με πρόσωπα και πράγματα» κ.λπ.), αλλά γιατί ξεχώνει και περιγράφει βρόμικους και αδίστακτους χαρακτήρες που πυροβόλησαν στην καρδιά το Σώμα του Χριστού, που όμως εξακολουθεί να αναπνέει στα Αγια Χώματα.

Οι «βρόμικοι Χάρι» που μισούν τους ορθόδοξους. Οι συναντήσεις της τριμελούς και μη εξαιρετέας ελληνικής αποστολής (Τριανταφυλλάκης, Νικόδημος Φαρμάκης, Βαβύλης) στα καφέ της Ιερουσαλήμ που έφτανε το 2001 κατ’ εντολή του μακαριστού Χριστόδουλου για να βοηθήσει τον Ειρηναίο να «καθαρίσει» την εκλογή στον πατριαρχικό θρόνο. Ο σκοτεινός ρόλος του Βαβύλη στα μονοπάτια της διατεταγμένης υπηρεσίας. Φόνοι, ίντριγκες και βομβιστικές ενέργειες αποτελούν άλυτο σταυρόλεξο θανάτου. Με αργυρώνητους και μειοδότες Ελληνες δημοσιογράφους, μοναχούς - Ιούδες, οικονομικούς παράγοντες που πεθαίνουν ξαφννικά μετά το ξεπούλημα πατριαρχική γης σε φανατικούς ισλαμιστές, οι οποίοι τινάζονται στον αέρα από εκρηκτικό μηχανισμό μεγάλης ισχύος την ώρα που οδηγούν.

Κεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο, το οποίο καταλαμβάνει σχεδόν μυθική θέση, είναι ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Ο ηγέτης που εγγυήθηκε γι’ αυτόν στο νεανικό μπλέξιμό του με τα ναρκωτικά και μετά την κρίση του 2005 δεν ξαναείπαν «καλημέρα» παρά μόνον λίγες ώρες προτού ο Χριστόδουλος πεθάνει από καρκίνο. Δεν αναφέρεται ποτέ το όνομά του. Είπαμε, έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα. Ο Βαβύλης τον αναφέρει σαν τον «παπά που πρέπει να συμμαζευτεί γιατί το παράκανε», σαν τον «χαμογελαστό άνθρωπο του Θεού» που πρέπει να σιωπήσει, αφήνοντας υπονοούμενα ακόμη και για τον θάνατό του.

«Παιδί μου…»
Λίγο προτού αποφυλακιστεί και απαλλαγεί από τις κατηγορίες του ο Βαβύλης δέχεται ένα τηλεφώνημα μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού. Στη γραμμή, όπως περιγράφει ο συγγραφέας χωρίς να αναφέρει το όνομα του μακαριστού αρχιεπισκόπου, είναι ο Ελληνας θρησκευτικός ηγέτης που αργοπεθαίνει. «Δεν είμαι καλά, παιδάκι μου. Τελείωσε το λαδάκι στο καντήλι της ζωής μου. Ηθελα να σε ακούσω, έγιναν τόσα. Τόσα ψέματα, τόσα λάθη, τόση αχαριστία. Απ’ όλους.» Ο μακαριστός ηγέτης του αφήνει στην τηλεφωνική γραμμή την τελευταία του επιθυμία: παρακαλεί τον Βαβύλη που τον ακούει εμβρόντητος και συγκινημένος να γράψει την αλήθεια για όσα έγινα στους Αγίους Τόπους όταν βγει από τη φυλακή. Λίγες μέρες μετά ο δεσμοφύλακας του μεταφέρει το πικρό μαντάτο της χριστιανοσύνης: «Παπά, ο άνθρωπος του Θεού έφυγε, ζωή σε λόγου σου». Ο Βαβύλης έσκυψε και ξέσπασε σε κλάματα και λυγμούς για «τον πατέρα, τον οραματιστή, τον ηγέτη, τον μεγαλύτερο αδερφό» και υποσχέθηκε ότι θα γράψει και θα πει την αλήθεια που ξέρει και κάποτε δεν τον άφησαν να τη μεταφέρει ο ίδιος στον Χριστόδουλο.


Χορός πρακτόρων για την εκλογή του Πατριάρχη
Το διπλωμένο χαρτί που του δίνει κάποιο βράδυ ένας περίεργος Ισραηλινός ασφαλίτης, ο οποίος τον πείθει να πάνε σε ένα μπαρ με ωραίες γυναίκες, υποτίθεται ότι προέρχεται από το γραφείο του διευθυντή του Ισραηλινού πρωθυπουργού με πρακτικά συνεδρίασης. Από το απόρρητο έγγραφο που η αυθεντικότητά του αμφισβητείται, αντιλαμβάνεται ότι Ισραηλινοί, ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, Μοσάντ και CIA θεωρούν τον Ειρηναίο (στο βιβλίο αναφέρεται ως Ελισσαίος) ανεπιθύμητο, γιατί είναι φίλος των Παλαιστινίων.

Αμέσως ενημερώνει τον Χριστόδουλο στην Αθήνα (τον αναφέρει ως «αρχιερέα»). Εκείνος τον ακούει με προσοχή, αλλά φαίνεται να γνωρίζει. Ο «αρχιερέας» θέλει τον Ειρηναίο για Πατριάρχη και ο Βαβύλης αποφασίζει ότι δεν πρόκειται να ενδώσει στους εκβιασμούς των μυστικών υπηρεσιών και του παρακράτους. Αποφασίζει μέσα στις χειρότερες συνθήκες της δεύτερης ιντιφάντα, με εκατοντάδες επιθέσεις αυτοκτονίας ανυποψίαστων πολιτών να στηρίξει την «εθνική και θρησκευτική υπόθεση», όπως του είχε πει ο «Μεγάλος» και ο «αρχιερέας» και την εκλογή του Ειρηναίου. «Θα γίνει Πατριάρχης, δηλαδή εν λευκώ διαχειριστής του πλουσιότερου μη εβραϊκού οργανισμού-ιδιοκτήτη γης στο Ισραήλ», όπως του είχε απαντήσει ο δικηγόρος τού Ελισσαίου στα Ιεροσόλυμα.

Λίγες βραδιές αργότερα συναντά τη γυναίκα που ποθεί. Κάνουν ξέφρενο έρωτα στο ξενοδοχείο του, θυμούνται τα παλιά. Η γυναίκα με τα σαρκώδη χείλη και το σφιχτό δέρμα τον αποχαιρετά λέγοντάς του να παρατήσει την αποστολή του και να σηκωθεί να φύγει, γιατί θα χαλάσει τη ζωή του. Η γυναίκα αυτή είχε δίκιο. Θα το καταλάβει τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν η ζωή του θα έχει καταστραφεί, όταν ακόμη «και ο αρχιερέας θα τον ξεχνούσε» γιατί ήταν αναλώσιμος, όργανο για να πετύχουν κάποιοι τους σκοπούς τους, βάρος. Η γυναίκα που ποθούσε τελικά είχε δίκιο. Με μια λεπτομέρεια. Οτι ήταν αυτή που είχε γνωρίσει τον Ισραηλινό ασφαλίτη στον αγαπημένο της, τον ρασοφόρο Βαβύλη.


3.000.000 δολάρια για να κόψουν τα πόδια του παπά
Ποιος είναι ο Ελισσαίος που επέστρεψε στην Αγία Πόλη για να σκοτώσει τον νέο Πατριάρχη;
Η συνέχεια στο βιβλίο του Απόστολου Βαβύλη κρύβει φοβερές ανατροπές και αποκαλύψεις, κινούμενη πάντα στο επίπεδο της μυθοπλασίας, ανακατεύοντας όμως προσωπικές εμπειρίες από τη σύλληψή του στην Ιταλία από τους καραμπινιέρους μέχρι την εξιλέωσή του. Μετά το έγκλημα της προδοσίας εναντίον του στα Ιεροσόλυμα από ανθρώπους που τους θεωρούσε συνεργάτες του και τον πούλησαν για την τσέπη τους, ξετυλίγει ένα κουβάρι γεγονότων με ήρωες τρία πρόσωπα.

Ο δημοσιογράφος Μίνωας Νιβάλις ήταν ο φτασμένος λειτουργός του Τύπου και των ΜΜΕ, ο οποίος επελέγη λόγω της κόντρας του με τον «αρχιερέα» και των αποκαλύψεων που έκανε για διεφθαρμένους δικαστές να «εκτελέσει», με αντάλλαγμα το ποσό των 3.000.000 ευρώ, τον παπά που στήριζαν επιχειρηματίες λόγω της δημοφιλίας του, που είχε αποκτήσει φοβερή δημοτικότητα και έπρεπε να αρκεστεί μόνο στα πνευματικά καθήκοντά του. Στην Κωνσταντινούπολη το 2004, πριν από την Ολυμπιάδα, συνωμοτεί ένας συρφετός ανθρώπων με προεξάρχοντα τον «Μεγάλο» που θα ενέκρινε τα λεφτά για να τον σπιλώσουν και να του κόψουν τα πόδια εκθέτοντάς τον στην κοινή γνώμη. Στοιχεία για την εξόντωσή του είναι η εμπλοκή του σε δύο δικαστικά σκάνδαλα, η ανάμειξη του στην εκλογή Ελισσαίου (υπονοείται πάντα ο Ειρηναίος), αλλά και σκάνδαλα γύρω από πρόσωπα της αυλής του. Δίνεται το «καλώς έχει» και αρχίζουν οι αποκαλύψεις που ταράζουν συθέμελα τους κόλπους της Εκκλησίας για να εκμηδενίσουν το κύρος του «παπά που πολύ είχε πάρει αέρα».

Δεύτερο πρόσωπο, ο πρώην οικονομικός διευθυντής του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων Νικόλας Γιαλούλης -«προδότης με παρελθόν» που χρηματίστηκε με 10.000.000 δολάρια για να πουλήσει ακίνητα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων σε ισλαμιστές. Τρίτο πρόσωπο, ο ίδιος ο Ελισσαίος, ο οποίος πήρε 15.000.000 και την κοπάνησε για την Αμερική. Και οι τρεις βρίσκουν στο τέλος τραγικό θάνατο. Ο Γιαλούλης τα τινάζει μυστηριωδώς στο σπίτι του στην Αθήνα, ο δημοσιογράφος Νιβάλις δολοφονείται στο Μιλάνο και ο Ελισσαίος, μοναχός πια, επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα για να σκοτώσει τον νέο πατριάρχη. Την ώρα που σηκώνει το όπλο πεθαίνει ακαριαία.

Η τιμωρία στο βιβλίο του Απόστολου Βαβύλη έχει συντελεστεί από άλλους και όχι από τον ίδιο. Η θεία δίκη έχει πια απλώσει τα πλοκάμια της και τιμωρεί τους μειοδότες που τον άφησαν μόνο. Ξαφνικά, στο μυαλό του Απόστολου Βαβύλη (αναφέρει τον εαυτό του σε όλο το βιβλίο ως Αζαζέλ, δηλαδή αποδιοπομπαίος τράγος στα εβραϊκά) έρχεται μια συζήτηση που είχε κάνει ένα βράδυ του Αυγούστου του 2004 με έναν φίλο του στο ρουφ γκάρντεν ενός αθηναϊκού ξενοδοχείου λίγη ώρα μετά την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών του 2004. «Ο Ελισσαίος δεν μου έδωσε αυτά που μου είχε υποσχεθεί μπροστά στον αρχιερέα» του είπε με παράπονο και πόνο ο Βαβύλης. «Εσύ, φίλε μου, την πάτησες όπως έγινε και με την τελευταία Πολωνέζα πόρνη» του είπε χαμογελώντας ο «δικός του». «Ξέρεις πώς πέθανε; Αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι οι άλλες πληρωνόντουσαν».

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου